Ακριβότερο το χρήμα, επιβάρυνση για τους δανειολήπτες, μείωση επενδύσεων και υφεσιακές πιέσεις, σε μία πολιτική της ΕΚΤ που δεν θέλει κανείς ή σχεδόν κανείς. Η ΕΚΤ προχώρησε σε ακόμα μία αύξηση των επιτοκίων της κατά 25 μονάδες βάσης (0,25%). Πρόκειται για την όγδοη διαδοχική αύξηση από τον Ιούλιο του 2022, όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε τον κύκλο σύσφιξης της πολιτικής της.
Συνολικά, τα επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά 400 μ.β. (4%) στην ίσως επιθετικότερη εκστρατεία ακριβού χρήματος στην ιστορία της. Στην οικονομία της καθημερινότητας, αυτό σημαίνει ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες για τους δανειολήπτες.
Παράδειγμα, για ένα μέσο στεγαστικό των 100.000 ευρώ, διάρκεια αποπληρωμής τα 20 έτη και κυμαινόμενο επιτόκιο, η δόση έχει αυξηθεί κατά 160 ευρώ, στα 720 ευρώ το Μάρτιο του 2023, από 560 ευρώ τον Ιούνιο του 2022. Μεγαλύτερα δάνεια ή με μεγαλύτερο διάστημα αποπληρωμής, έχουν ακόμα μεγαλύτερες επιβαρύνσεις. Επιβαρύνσεις την ώρα που νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ήδη δέχονται επίθεση στο εισόδημά τους από την γενικότερη ακρίβεια. Με λιγότερα διαθέσιμα χρήματα, τους ζητούν να πληρώσουν μεγαλύτερες δόσεις στις τράπεζες. Το αδιέξοδο είναι ορατό και τα μέτρα που έχουν λάβει η προηγούμενη κυβέρνηση και τράπεζες, αν και βοηθούν, δεν προστατεύουν ούτε τους μισούς δανειολήπτες.
Πού θα βρουν τα νοικοκυριά +200 ευρώ το μήνα;
Στην πράξη, τα επιτόκια μηνός και τριμήνου που αφορούν τα περισσότερα στεγαστικά με κυμαινόμενο, έχουν εκτιναχθεί σχεδόν 3,522% πάνω από ότι στις αρχές του 2022. Πολλοί που έλαβαν πριν ένα χρόνο το δάνειό τους είχαν πολύ διαφορετικά δεδομένα. Με μηδενικό euribor και επιτόκιο 2,5% η δόση ήταν 535,77 ευρώ, όμως ήδη με το euribor στο 3% η δόση έφτασε στα 694,68 ευρώ, που σημαίνει επιβάρυνση 158,91 ευρώ το μήνα ή 1.906,92 ευρώ το χρόνο. Με το euribor τριμήνου να έχει φτάσει στο 3,5% για το ίδιο δάνειο με αποπληρωμή τα 20 έτη, η δόση φτάνει τα 723,37 ευρώ και η μηνιαία επιβάρυνση τα 187,6 ευρώ.
Στο ερώτημα, πού θα βρουν οι δανειολήπτες τα χρήματα για να καλύψουν τις αυξήσεις των επιτοκίων, ουσιαστική απάντηση δεν έχει δώσει κανείς.
Παράδειγμα Αύξηση δόσης δανείου 20 ετών
Η «βαρβαρότητα» του ακριβού χρήματος
Κόντρα σε ότι προβάλλεται από ορισμένα κέντρα, οι αυξήσεις των επιτοκίων, η πολιτική του «ακριβού χρήματος», είναι μία εξαιρετικά βάρβαρη πολιτική που έχει στόχο να μειώσει τον πληθωρισμό, μειώνοντας τη ζήτηση. Δίνει κίνητρα στους κεφαλαιούχους να κρατήσουν, αντί να επενδύσουν το ρευστό τους και μέσω της μείωσης των διαθέσιμων κεφαλαίων στην οικονομία, συμπιέζει την καταναλωτική δύναμη, με επιδιωκόμενο αποτέλεσμα την πτώση τιμών στην αγορά. Ακόμα χειρότερα, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, κάλεσε, σήμερα, τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να ανακαλέσουν τα μέτρα στήριξης για την ενεργειακή κρίση που χορήγησαν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και να επικεντρωθούν στη μείωση των χρεών τους. Η «κατάσταση» αναμένεται να δυσκολέψει. Στη μεγάλη εικόνα, ο πληθωρισμός λόγω μειωμένης παραγωγής που είχαμε το 2021, λόγω πανδημίας, έχει τελειώσει. Τώρα έχουμε πληθωρισμό λόγω ακριβής ενέργειας. Το φυσικό αέριο που χρησιμοποιούμε στην Ευρώπη, σε τιμές διαπραγμάτευσης Title Transfer Facility (TTF Ολλανδίας) έχει αυξηθεί κατά 52.70% σε επίπεδο εβδομάδας και 29.30% σε επίπεδο μηνός. Ο πληθωρισμός της ενέργειας όχι μόνο δεν πνέει τα λοίσθια όπως εύχονταν μερικοί αναλυτές της Deutsche Bank, αλλά αντιθέτως μας απειλεί με χειρότερες αυξήσεις το Φθινόπωρο.
Οι τιμές δεν πρόκειται να ξαναπέσουν
Μία παραδοχή των ειδικών της αγοράς που φαίνεται να μην έχει γίνει κατανοητή από τον μέσο καταναλωτή, είναι ότι οι τιμές δεν πρόκειται να ξαναπέσουν στα επίπεδα του 2021. Μειώνεται ο πληθωρισμός, δηλαδή ο ρυθμός αύξησης των τιμών. Αυτό σημαίνει ότι συνεχίζουν να ανεβαίνουν, αλλά με μικρότερες αυξήσεις. Μείωση των τιμών, δηλαδή αποπληθωρισμός, δεν προβλέπεται στα σχέδια της ΕΚΤ, ούτε καμίας κυβέρνησης. Αυτό θα σήμαινε ύφεση, κάτι που δεν θέλει κανείς. Ως απάντηση, φαίνεται μία γενικότερη συμφωνία των χωρών της Ευρωζώνης για σταδιακές αυξήσεις μισθών. Δηλαδή οι τιμές θα μείνουν ψηλά, αλλά αν ανέβουν οι μισθοί, οι πολίτες δεν θα έχουν πρόβλημα, αλλά και οι εθνικές Οικονομίες δεν θα χρειαστεί να γυρίσουν σε ύφεση. Όμως, η λέξη «κλειδί» είναι το σταδιακά. Οι επιχειρήσεις, όπως και τα κράτη, δεν μπορούν να αντέξουν μία ξαφνική και σημαντική άνοδο των μισθών και των συντάξεων. Αυτό που βλέπουμε, είναι η συντηρητικές αυξήσεις, ώστε να αντέξουν τα νοικοκυριά μέχρι να έρθουν οι επόμενες. Το αποτέλεσμα, είναι ότι μέχρι να φτάσουν τα εισοδήματα σε ένα γενικό επίπεδο ισορροπίας με τις τιμές, η κρίση θα συνεχιστεί.
Η αύξηση του Ιουνίου δεν αναμένεται να είναι η τελευταία, καθώς σύμφωνα με τις αγορές, η Φρανκφούρτη αναμένεται να προχωρήσει σε τουλάχιστον ακόμη μία τον Ιούλιο, που θα ανεβάσει τα επιτόκια στις 425 μονάδες βάσης.